Αγαπημένε μου,
Σήμερα θα έκλεινες τα 56.
Αν ήσουν εδώ, θα σου έφτιαχνα καφέ και πρωινό, θα σου έλεγα «χρόνια σου πολλά», κι εσύ θα με κοίταζες (με εκείνα τα καταγαλανα μάτια που γελούσαν μόνο όταν ήμουν εγώ καλά) και θα μου έλεγες "Ωωω τύφλα να΄χουν τα Παρίσια".
Αλλά δεν είσαι εδω.
Και γι’ αυτό σου γράφω.
Δεν ξέρω αν φτάνουν αυτά τα λόγια εκεί που είσαι, εάν είσαι κάπου τέλος πάντων, αλλά θα τα πω, γιατί δεν μπορώ να μην τα πω. Γιατί δεν σταμάτησα να σου μιλάω. Ούτε όταν σε κοίταζα και σε ρωτούσα με τα μάτια εάν είναι όλα καλά κι εσύ εγνεφες καταφατικα. Ούτε όταν σε έπιανα να μου λες «ευχαριστώ» για πράγματα που δεν χρειάζονταν ευχαριστώ.
Ξέρω, ήσουν κουρασμένος. Tο ’βλεπα στα μάτια σου. Εκείνα τα μεγάλα, που μ’ αγκάλιαζαν πιο πολύ απ’ τα χέρια σου. Τα ίδια μάτια που, μέχρι την τελευταία στιγμή, ζητούσαν απλώς να σε αφήσω. Κι εγώ, δεν ήμουν έτοιμη να σε αφησω. Ακόμα δεν είμαι. Τρεις φορές σε γύρισα πίσω, μόνο και μόνο για να με καθησυχάσεις, να μου πεις πως δεν πονάς, πως όλα καλά, να κοιμηθείς θέλεις λίγο μόνο. Την τέταρτη δεν ξαναγύρισες. Δεν ξέρω αν με συγχώρεσες ποτέ που δεν σε άφησα να φύγεις από την πρώτη φορά ή αν μου κρατάς μούτρα που δεν επέμεινα περισσότερο να σε κράτησω κοντά μου. Αλλά εγώ σου κρατάω. Που δεν με άφησες να σε φροντίσω λίγο ακόμα. Που πίστευες πως σε κρατούσα από καθήκον κι όχι από αγάπη. Που νομίζες πως η φροντίδα σου μου ήταν βάρος. Που πίστευες ότι θα ήμουν καλύτερα χωρίς εσένα. Ότι με κουράζεις. Κι εγώ σου φώναζα – και φωνάζω ακόμα – πως δεν ήταν κόπος, ήταν επιλογή. Ήταν τιμή. Ήταν η αγάπη μου, ρε ηλίθιε. Η μεγάλη, απόλυτη και αβυσσαλέα αγάπη μου. Κι όταν έσβησες σε φίλησα. Με τα μάτια θολά και τα χείλη μου να τρέμουν. Σαν να ήθελα να σε κρατήσω εκεί, για πάντα, να σε κολλήσω πίσω στη ζωή. Δεν πέτυχε, κι από τότε οι μέρες κυλάνε σαν νερό χωρίς ροή. Ο χρόνος έχασε το σχήμα του. Εγώ κάπου κολυμπάω μέσα του, χωρίς κατεύθυνση. Αλλά και χωρίς σοβαρή πρόθεση να βγω έξω.
Σήμερα θα γινόσουν 56.
Αν ήσουν εδώ, θα σου έφτιαχνα κέικ, θα σου ’βαζα κεράκια κι εσύ θα μου έκανες πλάκα πως είμαι δέκα χρονών γαϊδούρα με κρύα χέρια και ζεστή καρδιά. Θα σου έλεγα ότι θες κούρεμα κι εσύ θα με φιλούσες για να με κάνεις να σωπάσω.
Δεν θα σ’ αποχαιρετήσω. Σου το ’πα. Δεν πιστεύω στους αποχαιρετισμούς. Μόνο σε αυτά που μένουν. Και εσύ έμεινες. Μέσα μου. Παντού.
Και τώρα; Κούτσα στραβά, με τα γόνατα γρατζουνισμένα και την καρδιά μικρότερη, θα προχωρήσω. Όπως με έβαλες να σου υποσχεθώ. Θα προσπαθήσω να κρατήσω το λόγο μου. Να συνεχίσω. Για σένα. Για μένα. Για όλα όσα μου έμαθες για τη ζωή. Αλλά ρε αγάπη... Ρε αγάπη...
Καλή ξεκούραση, καλέ μου. Εγώ θα κάτσω εδώ προς το παρόν, πίνοντας και τον δικό σου καφέ.
Αύριο, βλέπουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου