
[*Να σημειωθεί ότι στα νέα ελληνικά η λέξη "εμπάθεια" έχει αρνητική σημασία και σημαίνει "μίσος", "απέχθεια", "κακοβουλία" ή "μοχθηρία", γι'αυτό και σωστή μετάφραση του "empathy" στα ελληνικά δεν είναι "εμπάθεια", αλλά "ενσυναίσθηση".]

Αν και από το 1906 (με τη δημοσίευση του Γερμανού φιλόσοφου-ψυχολόγου Theodor Lipps με τίτλο «Ενσυναίσθηση και αισθητική απόλαυση») υφίστατο ως φιλοσοφική έννοια, η ενσυναίσθηση αναπτύχθηκε παράλληλα με την επιστήμη της Ψυχοθεραπείας. Σημαντική προσφορά στην κατανόησή της παρείχαν οι H.Kohut, C.Rogers και D.Fairbairn.
Η ενσυναίσθηση δεν είναι έκφραση καλοσύνης ούτε συμπάθειας. Μπορεί κάποιος να δείχνει
γενικά καλοσύνη προς τους άλλους ή να συμπαθεί κάποιους, χωρίς όμως να κάνει την προσπάθεια να
καταλάβει τα συναισθήματά τους.
Η ενσυναίσθηση μπορεί να μας βοηθήσει να αιτιολογήσουμε (όχι όμως και απαραίτητα να δικαιολογήσουμε) τις πράξεις των άλλων. Προσπαθώντας να βιώσουμε τα συναισθήματα του άλλου μπορούμε να κατανοήσουμε πώς οδηγήθηκε ο συγκεκριμένος άνθρωπος σε συγκεκριμένες πράξεις. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι πρέπει να συμφωνήσουμε με αυτές τις πράξεις. Αν και είναι παρεμφερής, η έννοια «συμπάσχω» δεν είναι συνώνυμη της ενσυναίσθησης.
Η ενσυναίσθηση μπορεί να μας βοηθήσει να αιτιολογήσουμε (όχι όμως και απαραίτητα να δικαιολογήσουμε) τις πράξεις των άλλων. Προσπαθώντας να βιώσουμε τα συναισθήματα του άλλου μπορούμε να κατανοήσουμε πώς οδηγήθηκε ο συγκεκριμένος άνθρωπος σε συγκεκριμένες πράξεις. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι πρέπει να συμφωνήσουμε με αυτές τις πράξεις. Αν και είναι παρεμφερής, η έννοια «συμπάσχω» δεν είναι συνώνυμη της ενσυναίσθησης.
Ο Fairbairn (2002) περιέγραψε τη διαφορά μεταξύ συμπάθειας (sympathy) και ενσυναίσθησης (empathy) ως εξής:
Όπως η ικανότητα να αισθάνεται κανείς συμπάθεια, έτσι και η ικανότητα της συναισθηματικής ταύτισης (ενσυναίσθησης) είναι ένδειξη ανθρωπιάς και γι’ αυτό συχνά οι δύο έννοιες συγχέονται. Η συμπάθεια είναι μια συναισθηματική αντίδραση, άμεση και μη ελεγχόμενη, η οποία κατακλύζει το άτομο όταν αυτό φαντάζεται τον εαυτό του στη θέση στην οποία βρίσκεται κάποιος άλλος. Για το λόγο αυτό, μπορεί να αμβλύνει ηθικές δράσεις. Η ενσυναίσθηση από την άλλη, αποτελεί μια ικανότητα που μαθαίνεται ή μια στάση ζωής, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην προσπάθεια να έρθει κανείς σε επαφή, να επικοινωνήσει και να κατανοήσει τους άλλους, αναφορικά με καταστάσεις τις οποίες βιώνει το άτομο καθώς και τις εμπειρίες ή τα συναισθήματα που έχει. Η ενσυναίσθηση, επομένως, δεν είναι μια υπόθεση «όλα ή τίποτε» και υπάρχει σε κάθε άτομο. Επιπλέον, ένα άτομο μπορεί να θεωρείται ότι έχει περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη ενσυναίσθηση και να έχει την τάση να χρησιμοποιεί την ικανότητά του αυτή – ανάλογα, για παράδειγμα, με το αν αισθάνεται ευθύνη έναντι των άλλων ατόμων.
Το παρακάτω βιντεάκι βοηθά στην κατανόηση της διαφοράς μεταξύ συμπάθειας και ενσυναίσθησης.
Σε ό,τι αφορά το πεδίο των ψυχολογικών ερευνών, τα τελευταία χρόνια έγινε απολύτως σαφές ότι η ικανότητα να βιώνει κανείς σε πρώτο πρόσωπο, δηλαδή να «ταυτίζεται» με τις νοητικές καταστάσεις, τις υποκειμενικές εμπειρίες ή τα προσωπικά συναισθήματα των άλλων, είναι μια νοητική ικανότητα που εμφανίζεται πολύ νωρίς, ήδη από το δεύτερο ή τρίτο έτος της ζωής ενός παιδιού!

Η ενσυναίσθηση είναι σημαντική ικανή και αναγκαία συνθήκη για ανάπτυξη της ανεκτικότητας στο διαφορετικό, στις απόψεις των άλλων, έστω κι αν δεν συμπίπτουν με τις δικές μας. Το γεγονός ότι εμείς οι άνθρωποι, όπως εξάλλου και τα περισσότερα θηλαστικά, είμαστε σε θέση να «αντιλαμβανόμαστε» βιωματικά τα αισθήματα ενός τρίτου προσώπου αποτελεί κοινότοπη διαπίστωση. Η εξήγηση ωστόσο του γιατί και του πώς ακριβώς συμβαίνει αυτό το καθημερινό «θαύμα» αποδεικνύεται, λιγότερο κοινότοπη μιας και εξαρτάται από την οργάνωση και την πολυπλοκότητα του εγκεφάλου που την παράγει. Για τα νευρωνικά ριζώματα της ενσυναίσθησης καθώς και για τις βιολογικές-κοινωνικές προϋποθέσεις αυτής της ικανότητας σημαντικό ρόλο παίζουν οι «κοινωνικοί» νευρώνες-κάτοπτρα οι οποίοι θα αναλυθούν σε επόμενη ανάρτηση.
Εν κατακλείδι, σε μια εποχή κοινωνικής σκληρότητας όπως η σημερινή, ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός ατόμων οδηγείται σε μια αυτιστική κωφότητα απέναντι στον πόνο και τα δεινά των άλλων. Δεν είναι λίγες οι φορές δε, που η κωφότητα θα ήταν καλύτερη επιλογή από την ωμή βαρβαρότητα που συχνά πυκνά χρησιμοποιείται. Ενισχύοντας όμως την αλτρουιστική μας ενσυναίσθηση σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης ίσως καταφέρουμε να δώσουμε στον αλτρουισμό μια ευκαιρία να αποδείξει όλα αυτά που μπορεί να καταφέρει και να διασφαλίσουμε το μέλλον μας ως κοινωνικά πλάσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου