Σημειώματα από έναν σπάνιο άνθρωπο.
Τρία μόνο, από τα πάρα πολλά που μου άφηνε. Τα κολλούσε στην εξώπορτα τα βράδια, για να τα βρίσκω το πρωί που γύριζα από τη δουλειά. Άλλες φορές τα άφηνε σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Στο ψυγείο. Στον καθρέφτη. Σ’ ένα βιβλίο. Δίπλα στο μαξιλάρι... Σαν μικρές παγίδες τρυφερότητας, στημένες επίτηδες για να με πετύχουν απροετοίμαστη.
Δεν ήταν ποιητής. Δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει. Δεν έκανε μεγάλες δηλώσεις. Έγραφε απλά. Όπως αγαπούσε. Ήσυχα, σταθερά, χωρίς κανένα απολύτως φόβο.
Και αυτό, όσο περνά ο καιρός, καταλαβαίνω πόσο σπάνιο ήταν.
Δώδεκα χρόνια μαζί.
Δώδεκα. Και δεν είπαμε ούτε μία βαριά κουβέντα.
Όχι γιατί δεν υπήρχαν δυσκολίες ή διαφωνίες. Αλλά γιατί υπήρχε σεβασμός. Υπήρχε διάθεση να ακούσουμε. Υπήρχε καλοσύνη.Και ναι, θα το πω όπως το νιώθω, χωρίς σεμνότητες. Αυτός ο άνθρωπος με αγάπησε περισσότερο κι από τη μάνα μου. Όχι με την έννοια της σύγκρισης. Αλλά με την έννοια της επιλογής. Γιατί η μάνα σε αγαπά επειδή είσαι παιδί της.
Εκείνος με αγάπησε επειδή με διάλεξε.
Κάθε μέρα με διάλεγε, από την πρώτη φορά που με είδε, κι ας βγήκαμε 2 χρόνια μετά. Από εκείνη τη μερα, ξανά και ξανά για δώδεκα χρόνια με διάλεγε.
Και αγάπησε ΕΜΕΝΑ. Όχι μια ωραία ιδέα μου. Όχι την εκδοχή “στα καλά μου”. Όχι αυτή που χαμογελάει εύκολα και δεν ενοχλεί.
Εμένα, ολόκληρη.
Με τις σιωπές μου. Με τις γωνίες μου. Με τις μέρες που δεν ήμουν εύκολη. Με το βάθος μου, που δεν χωράει σε όλους.
Με είδε. Και έμεινε.
Κι αυτό είναι κάτι που δεν ξεχνιέται.
Δεν “περνάει”.
Δεν αντικαθίσταται. Και όταν πέθανε, δεν έφυγε από τη ζωή μου απλώς. Έφυγε από τον ίδιο μου τον χρονισμό. Από το πώς ξυπνάω, πώς γυρίζω σπίτι, πώς σκέφτομαι, πως διασκεδάζω... Και μέχρι να μάθει ο εγκέφαλος μου τον νέο ρυθμό, βουλιάζω.
Δεν υπάρχει παρηγοριά εδώ. Ούτε χρειάζεται.
Ούτε γράφω αυτό το κείμενο για να του κάνω αγιογραφία.
Ούτε για να παγώσω τον χρόνο εκεί.
Το γράφω γιατί υπάρχουν άνθρωποι που περνούν από τη ζωή μας και αλλάζουν το μέτρο.
Μετά από αυτούς, ξέρεις.
Ξέρεις πώς μοιάζει η αγάπη όταν δεν έχει φόβο. Όταν δεν έχει παιχνίδια. Όταν δεν έχει “αν”. Όταν δεν ζητάει ανταλλάγματα. Και όταν το έχεις ζήσει αυτό, δεν μπορείς να κάνεις ότι δεν το ξέρεις.
Αυτά τα σημειώματα είναι μικρά. Σχεδόν ασήμαντα, αν τα δει κανείς απ’ έξω. Για μένα όμως είναι αποδείξεις. Όχι ότι με αγάπησε. Αλλά το πώς με αγάπησε. Και αυτός ο τρόπος, ήταν σπάνιος.
Και ναι.
Αυτός ο άνθρωπος αγάπησε έτσι εμένα.
ΕΜΕΝΑ, ρε φίλε!
Και αυτό δεν θα το μικρύνω ποτέ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου