Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025

Ένα όμορφο και επικίνδυνο ταξίδι (μέρος γ)

 


Και επειδή μισές δουλειές δεν μπορώ και η μία απορία μου σέρνει άλλες δέκα πίσω της, πάμε να δούμε πως μοιράζονται περίπου σε ποσοστό πληθυσμού οι διαφορετικοί τύποι προσκόλλησης. 

Με απλά λόγια δεν είναι όλοι “οι μαλάκες εκεί έξω”. Είναι πολλά νευρικά συστήματα που έμαθαν διαφορετικούς τρόπους να επιβιώνουν μέσα στη σχέση.

Και αν “πέφτεις συνέχεια” στα ίδια, υπάρχει μια μη-ρομαντική πιθανότητα να μην σε κυνηγάει το σύμπαν, αλλά το μοτίβο σου.

Σε μεγάλες δημογραφικές μελέτες, οι τύποι προσκόλλησης στον ενήλικο πληθυσμό διαμορφώνονται περίπου ως εξής και αλλάζουν ανάλογα με το δείγμα και το τεστ. Σκοπός εδώ δεν είναι να παίξουμε στατιστική ΕΛΣΤΑΤ, αλλά να δούμε μοτίβα.

  •  Ασφαλής: ~60%
  •  Αποφευκτικός: ~20–30%
  •  Αγχωδώς ανασφαλής: ~15–25%
  •  Αποδιοργανωμένος: ~5–10%

Παρατηρείται μια μικρή διαφορά ανά φύλο. Οι γυναίκες τείνουν να εμφανίζουν ελαφρώς υψηλότερα ποσοστά αγχώδους προσκόλλησης, ενώ οι άντρες τείνουν να εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά αποφευκτικής προσκόλλησης. Αυτό δεν είναι κανόνας φυσικά, είναι όμως μια στατιστική τάση οι γυναίκες να κολλάνε και οι άντρες να τρέχουν να βρουν την ησυχία τους. Σσσσσςςςς πλάκα κάνω. Σωπάτε!

Μικρή αλλά σημαντική υποσημείωση. Αυτά τα στατιστικά βγαίνουν κυρίως από ετεροκανονικά δείγματα. Σε queer σχέσεις, μη δυαδικές ταυτότητες και άλλα πολιτισμικά πλαίσια, το “ποιος κολλάει και ποιος φεύγει” δεν ακολουθεί το φύλο αλλά το νευρικό σύστημα. Που είναι και το πραγματικό θέμα, έτσι κι αλλιώς.

Υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη παρατήρηση στην κλινική ψυχολογία και στη θεωρία προσκόλλησης. Οι άντρες, στατιστικά συχνότερα, τείνουν προς τον αποφευκτικό τρόπο σχετίζεσθαι, ενώ οι γυναίκες τείνουν προς τον αγχώδη. Όχι πάντα και όχι απόλυτα, αλλά τόσο συχνά ώστε να αξίζει να το κοιτάξουμε σοβαρά και όχι με ατάκες τύπου «οι άντρες φοβούνται τη δέσμευση» και «οι γυναίκες είναι κολλημένες» που έκανα εγώ νωρίτερα και σχωράτε με, ήταν βούτυρο στο ψωμί μου.

Η πρώτη παρεξήγηση που χρειάζεται να φύγει από τη μέση είναι ότι αυτές οι τάσεις έχουν να κάνουν με χαρακτήρα ή βούληση. Δεν έχουν καμια σχέση. Έχουν να κάνουν με το πώς έμαθε το νευρικό σύστημα να επιβιώνει μέσα στη σχέση.

Αν ξεκινήσουμε από την παιδική ηλικία, βλέπουμε ότι τα αγόρια και τα κορίτσια, ακόμα και μέσα στην ίδια οικογένεια, δεν μεγαλώνουν με τον ίδιο συναισθηματικό «χάρτη». 

Τα αγόρια ενθαρρύνονται νωρίς (άλλοτε άμεσα, άλλοτε έμμεσα) να αντέχουν, να μη ζητούν, να μην κλαίνε, να «στέκονται στα πόδια τους». Η συναισθηματική ανάγκη συχνά αντιμετωπίζεται ως αδυναμία. Όχι απαραίτητα με κακία. Πολλές φορές με καλή πρόθεση «να γίνει δυνατός», «να μην εξαρτάται», «να τα βγάζει πέρα μόνος του».  Και επειδή όπως ξέρουμε, ο δρόμος για την κόλαση είναι σπαρμένος από καλές προθέσεις, το μήνυμα που περνάει στο νευρικό του σύστημα είναι ότι η σύνδεση είναι κάτι επισφαλές ή δευτερεύον, και ότι η ασφάλεια βρίσκεται στην αυτάρκεια. Έτσι, όταν αργότερα ο ενήλικος άντρας βιώνει έντονη εγγύτητα, το σώμα του δεν τη διαβάζει πάντα ως καταφύγιο. Τη διαβάζει ως πιθανή απώλεια ελέγχου.

Αντίθετα, τα κορίτσια κοινωνικοποιούνται πολύ περισσότερο γύρω από το συναίσθημα. Μαθαίνουν να το προσέχουν, να ανιχνεύουν τη διάθεση των άλλων, να φροντίζουν τη σύνδεση. Συχνά επιβραβεύονται όταν είναι «καλά κορίτσια», δηλαδή συναισθηματικά διαθέσιμα, προσαρμοστικά, παρούσες. Το νευρικό τους σύστημα εκπαιδεύεται στο ότι η ασφάλεια περνάει μέσα από τον δεσμό. Όταν αυτός ο δεσμός γίνεται ασταθής ή απειλείται, ενεργοποιείται συναγερμός. Όχι επειδή δεν αντέχουν μόνες τους, αλλά επειδή η σχέση έχει εγγραφεί ως βασικός ρυθμιστής του εσωτερικού τους κόσμου.

Σε αυτό προστίθεται και μια καθαρά νευροβιολογική διάσταση. Στις γυναίκες, σε συνθήκες στρες, ενεργοποιούνται συχνότερα μηχανισμοί που στρέφουν προς τη σύνδεση. Η ωκυτοκίνη, που εκκρίνεται σε μεγαλύτερο βαθμό, ενισχύει την ανάγκη για εγγύτητα, επαφή, μοίρασμα. Το στρες, δηλαδή, δεν οδηγεί στο «κλείνομαι», αλλά στο «πλησίασε». Στους άντρες, αντίθετα, το στρες συχνά ενεργοποιεί απόσυρση, αποστασιοποίηση, εσωτερική επεξεργασία χωρίς εξωτερική έκφραση. Όχι γιατί δεν νιώθουν, αλλά γιατί έτσι έμαθε το σύστημά τους να ρυθμίζεται.

Εδώ αρχίζει να σχηματίζεται το γνωστό μοτίβο. Η γυναίκα, όταν νιώσει απόσταση, πλησιάζει για να αποκαταστήσει την ασφάλεια, ο άντρας όταν νιώσει ένταση, απομακρύνεται για να την αντέξει (όχι τη γυναίκα, την ένταση!) Και οι δύο κάνουν το ίδιο πράγμα στην ουσία. Προσπαθούν να ρυθμίσουν το άγχος τους. Απλώς με αντίθετο τρόπο.

Σημαντικό επίσης είναι ότι η αγχώδης προσκόλληση δεν γεννιέται από έλλειψη αγάπης, αλλά από ασυνέπεια. Πολλές γυναίκες μεγάλωσαν με φροντίδα που υπήρχε, αλλά δεν ήταν πάντα προβλέψιμη. Άλλοτε υπήρχε συναισθηματική διαθεσιμότητα, άλλοτε όχι. Το νευρικό τους σύστημα μαθαίνει τότε να είναι σε διαρκή εγρήγορση μη τυχόν και χαθεί η σταθερότητα. Αυτό το μοτίβο μεταφέρεται αργότερα στις σχέσεις, όχι ως ανάγκη για δράμα, αλλά ως ανάγκη για σταθερότητα.

Από την άλλη, η αποφευκτικότητα στους άντρες συχνά δεν σημαίνει έλλειψη επιθυμίας για σχέση. Σημαίνει ότι η εγγύτητα ενεργοποιεί παλιά σήματα κινδύνου. Φόβο ότι θα χαθούν, ότι θα εξαρτηθούν, ότι θα τους ζητηθεί κάτι που δεν ξέρουν πώς να δώσουν. Έτσι, η απόσταση γίνεται τρόπος αυτοπροστασίας, όχι αδιαφορίας.

Αν τα δούμε έτσι, γίνεται ξεκάθαρο ότι δεν μιλάμε για «οι γυναίκες θέλουν περισσότερα» και «οι άντρες δεν θέλουν δεσμεύσεις». Μιλάμε για δύο διαφορετικά νευρικά μονοπάτια που προσπαθούν να κάνουν το ίδιο πράγμα. Να μην πονέσουν.

Και φυσικά υπάρχουν ασφαλείς άνθρωποι και στα δύο φύλα. Άντρες που μπορούν να αντέξουν την εγγύτητα χωρίς να νιώθουν ότι χάνουν τον εαυτό τους. Γυναίκες που μπορούν να μείνουν στη σχέση χωρίς να χάνουν τη ρύθμισή τους όταν ο άλλος απομακρύνεται λίγο. Αλλά οι τάσεις που βλέπουμε δεν είναι τυχαίες. Είναι προϊόν ιστορίας, κοινωνικοποίησης, βιολογίας και εμπειρίας.

Ίσως το πιο χρήσιμο συμπέρασμα δεν είναι ποιος είναι τι, αλλά ότι όταν ένας αγχώδης και ένας αποφευκτικός συναντιούνται, δεν συναντιούνται δύο προβληματικοί άνθρωποι. Συναντιούνται δύο διαφορετικές στρατηγικές επιβίωσης. Και αν αυτό δεν το καταλάβεις, νομίζεις ότι ο άλλος σε απορρίπτει ή σε πνίγει. Ενώ στην πραγματικότητα, και οι δύο απλώς προσπαθούν να μείνουν όρθιοι με τον μόνο τρόπο που έμαθαν.

Όταν αφήσουμε στην άκρη το αν είσαι άντρας ή γυναίκα, γιατί ειλικρινά δεν έχει και πολύ σημασία, μένει κάτι πολύ πιο βασικό. Το νευρικό σύστημα ενός ανθρώπου μέσα στη σχέση.

Δεν ρωτάμε (χωρίς λόγια) «θέλω σχέση;».

Ρωτάμε «Είναι ασφαλές να πλησιάσω;» 

Και η απάντηση δίνεται από το σώμα, όχι από τη σκέψη.

Ο αγχώδης τύπος προσκόλλησης δεν είναι «κολλημένος». Είναι ένας άνθρωπος του οποίου το νευρικό σύστημα έχει μάθει ότι η ασφάλεια βρίσκεται στην εγγύτητα. Όταν ο άλλος πλησιάζει, ηρεμεί. Όταν απομακρύνεται, ενεργοποιείται συναγερμός. Όχι γιατί «δεν αντέχει μόνος του», αλλά γιατί η εμπειρία του τού έχει δείξει ότι η απόσταση σημαίνει απώλεια, αστάθεια ή ασυνέπεια. Το σώμα του δεν ψάχνει δράμα, ψάχνει σήμα ζωής. Μια απάντηση. Μια επιβεβαίωση ότι ο δεσμός υπάρχει ακόμα.

Ο αποφευκτικός τύπος δεν είναι «ψυχρός» ούτε «ανώριμος». Είναι ένας άνθρωπος του οποίου το νευρικό σύστημα έχει μάθει ότι η ασφάλεια βρίσκεται στην αυτονομία. Όταν ο άλλος πλησιάζει πολύ, δεν νιώθει απαραίτητα χαρά. Νιώθει πίεση. Όχι επειδή δεν θέλει, αλλά επειδή το σώμα του έχει συνδέσει την εγγύτητα με απώλεια ελέγχου, απαίτηση, ή συναισθηματικό βάρος που κάποτε δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Η απόσταση δεν είναι απόρριψη. Είναι αναπνοή.

Ο αγχώδης διαβάζει την απόσταση ως αδιαφορία και πλησιάζει για να νιώσει ασφάλεια.

Ο αποφευκτικός διαβάζει την εγγύτητα ως απειλή και απομακρύνεται για να νιώσει ασφάλεια.

Και οι δύο κάνουν το ίδιο πράγμα με αντίθετη κατεύθυνση.

Και ξεκινά ένας φαύλος κύκλος όπου κανείς δεν είναι κακός, αλλά όλοι καταλήγουν εξαντλημένοι.

Ο ασφαλής τύπος από την άλλη, δεν είναι αυτός που δεν αγχώνεται ποτέ ή δεν αποσύρεται ποτέ. Είναι αυτός που μπορεί να αντέξει και την εγγύτητα και την απόσταση χωρίς να καταρρεύσει εσωτερικά. Μπορεί να ζητήσει χωρίς να νιώθει ότι εκτίθεται επικίνδυνα. Μπορεί να απομακρυνθεί με ευκολία. Δεν ενεργοποιείται αυτόματα. Παρατηρεί τι του συμβαίνει.

Τα «ανασφαλή» μοντέλα προσκόλλησης δεν είναι λάθος άνθρωποι. Είναι σωστές αντιδράσεις σε παλιά περιβάλλοντα που όμως δεν ισχύουν πια. Το πρόβλημα είναι η αντίδραση που συνεχίζει να ενεργοποιείται μηχανικά, χωρίς επίγνωση.

Όταν ένας άνθρωπος αρχίζει να καταλαβαίνει το εσωτερικό του ταξίδι (ερέθισμα, αίσθηση, συναίσθημα, ερμηνεία) τότε η προσκόλληση παύει να είναι μοίρα και γίνεται πληροφορία. Εκεί αρχίζει η μεταγνώση που λέγαμε πριν. Εκεί ο άνθρωπος δεν λέει πια «έτσι είμαι», αλλά «α, έτσι ενεργοποιούμαι».

Και τότε αλλάζει κάτι θεμελιώδες.

Ο αγχώδης δεν ζητά πια επαφή για να σωθεί.

Ο αποφευκτικός δεν απομακρύνεται για να επιβιώσει.

Και το σεξ, η σχέση ή η εγγύτητα παύουν να είναι υποκατάστατα ρύθμισης και γίνονται επιλογές.

Μια σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που αναγνωρίζουν τα μοτίβα τους δεν είναι ήρεμη επειδή δεν έχει προβλήματα. Είναι ήρεμη γιατί δεν έχει μυστήριο για το τι συμβαίνει όταν κάτι στραβώνει.

Δεν λένε «Με αγχώνεις». Λένε (έστω και μέσα τους) «Αγχώθηκα». Δεν λένε: «με πνίγεις», αλλά «χρειάζομαι χώρο».

Και αυτή η διαφορά αλλάζει τα πάντα.

Όταν δύο άνθρωποι έχουν επίγνωση, η εγγύτητα δεν είναι τεστ αντοχής. Δεν χρειάζεται να αποδείξεις ότι αξίζεις, να κρατήσεις τον άλλον κοντά με κόλπα, να εξαφανιστείς για να μην «μπλέξεις».

Η εγγύτητα είναι «μπορώ να είμαι εγώ εδώ χωρίς να σε απορρυθμίζω και χωρίς να απορρυθμίζομαι;».

Αυτό σημαίνει ότι μπορείς να ζητήσεις χωρίς να γίνεις πιεστική, να απομακρυνθείς χωρίς να τρομάξει κανείς. Μπορείς να πεις «δεν είμαι καλά» χωρίς να φοβάσαι ότι αυτό θα γίνει χρέος.

Και ξέρετε τι είναι το καλύτερο πράγμα σε αυτό; Ότι κανείς δεν προσπαθεί να σωθεί μέσω του άλλου. 

Όταν ένας άνθρωπος γνωρίζει ότι τείνει προς αγχώδη προσκόλληση, δεν σταματά να νιώθει. Σταματά να μεταφράζει το άγχος ως αλήθεια.

Όταν ένας άνθρωπος γνωρίζει ότι τείνει προς αποφυγή, δεν γίνεται ξαφνικά εκδηλωτικός. Σταματά να μεταφράζει την εγγύτητα ως απειλή.

Και τότε, για πρώτη φορά, η σχέση δεν είναι ούτε κυνηγητό, ούτε κρυφτό, ούτε παρτίδα σκάκι.

Είναι δύο νευρικά συστήματα που λένε: «ΟΚ, ξέρω τι μου συμβαίνει. Πάμε να δούμε τι κάνουμε με αυτό». Ρομαντικό; Όχι. Αληθινό; Φουλ!

Η ώριμη αγάπη δεν λέει «Χωρίς εσένα δεν υπάρχω». Λέει «Υπάρχω. Και μαζί σου, υπάρχω καλύτερα».

Και αυτό, όσο κι αν δεν πουλάει σαν ατάκα, είναι το μόνο σημείο όπου ο έρωτας, η αγάπη και το σεξ σταματούν να είναι υποκατάστατα του οτιδήποτε και γίνονται αυτό που πραγματικά είναι. 

Επιλογές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: