Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Χρωστούμενα-ξοφλούμενα

Εάν με έβαζαν να διαλέξω... ντε και καλά... τότε θα διάλεγα να ζήσω στο παρελθόν. Το παρόν δεν το αναγνωρίζω για δικό μου και το μέλλον μου είναι έρμαιο τρίτων. Δε γαμιέται, one way ο δρόμος και τι να κάνουμε τώρα... Καλώς η κακώς πίσω δε γυρνάει και μια μέρα ξυπνάμε και καταλαβαίνουμε από τα σημάδια πόσος χρόνος έχει περάσει κυριολεκτικά από πάνω μας. Άλλα σημάδια μας ενοχλούν, άλλα όχι και τόσο, άλλα μας καταρρακώνουν. Και ίσως τότε είναι που χρειαζόμαστε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, κάτι που να παλιώνει μαζί μας.

Εάν μπορούσε, εάν γινόταν, εάν καταφέρναμε να περπατήσουμε στο χρόνο, τότε...
 
...Τότε που ήμασταν φίλες ακόμα, μου είπες "δεν έχω χειρότερο από τη μοναξιά που μπορεί να προκαλέσει η απουσία". Μετά από 16 χρόνια θα έτρεχα μια στιγμή στο τότε... Μια στιγμή μόνο για να σου απαντήσω... 

Δεν έχεις ζήσει τη μοναξιά που μπορεί να προκαλέσει η παρουσία, γι' αυτό το λες...


Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Touch και λίγο ακόμα...

Οι άνθρωποι έχουμε έμφυτο το ένστικτο της ανταλλαγής ιδεών και της επιθυμίας μας να ακουστούμε και ίσως να επηρεάσουμε. Είναι μέρος της ανάγκης μας για επικοινωνία. Γι' αυτό στέλνουμε συνεχώς σήματα και σημάδια. Είναι ο λόγος που αναζητούμε άλλους ανθρώπους και ο λόγος που τα αναζητούμε στους άλλους ανθρώπους. Στην πραγματική ζωή ή στην φαντασία μας. Όπως εγώ επικοινωνώ μαζί σου με ηλεκτρονικά μπλογκο-γράμματα. Είσαι ο φανταστικός μου παραλήπτης. Όπως κι αυτά γυρίζουν πάντα πίσω στον αποστολέα. Γιατί στην πραγματική ζωή δεν υπάρχεις και μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούσα να συνδέσω τη φαντασία μου με την πραγματικότητα.

Πάντα όμως περιμένουμε για μηνύματα. Ελπίζουμε σε κάποια σύνδεση. Σε κάποια ανταλλαγή σημάτων. Κι αν η ανταλλαγή συντονιστεί τελικά σε κάποιο ρυθμό, τότε ελπίζουμε σε περαιτέρω σύνδεση.  Εγκεφαλική, συναισθηματική ή σωματική, και για τους πολύ πολύ τυχερούς... όλα αυτά ταυτόχρονα και αμοιβαία.

Αν δε λάβουμε κάποιο μήνυμα, δε σημαίνει ότι δε μας στάλθηκε. Τις περισσότερες φορές, σημαίνει ότι δεν ήμασταν αρκετά παρατηρητικοί. Γιατί πάντα υπάρχουν σημάδια. Ακόμα και η έλλειψη σήματος είναι ένα σημάδι προς παρατήρηση (τουλάχιστον).

Όταν ακούμε μια ανθρώπινη φωνή, ενστικτωδώς θέλουμε να ακούσουμε με την ελπίδα να την καταλάβουμε. Ακόμη κι αν ο ομιλητής ψάχνει τις κατάλληλες λέξεις για να μιλήσει. Ακόμη κι αν δεν τις βρίσκει ή τελικά τις βρίσκει.  Ακόμη κι αν λέει ψέματα ή αλήθεια. Ακόμη κι αν το μόνο που φτάνει σε μας είναι φωνές, κλάματα ή τραγούδια. Αυτό συμβαίνει γιατί η ανθρώπινη φωνή ηχεί στ' αυτιά μας διαφορετικά από οτιδήποτε άλλο.  Συγκεκριμένες φωνές μπορούν να μας καθησυχάσουν, να μας κάνουν να χαμογελάσουμε ή ακόμα και να νιώσουμε ασφάλεια. Τα μηνύματα όμως είναι αναρίθμητα και αλίμονο εάν περιορίζονταν μονάχα στη φωνή.

Το πως θα ερμηνεύσουμε αυτά τα σήματα και πως θα ανταποκριθούμε σ' αυτά, είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά. Μια δουλειά γεμάτη παρερμηνείες, λάθος αντιδράσεις, μάταιες προσπάθειες και μπερδεμένα συμπεράσματα. Μια δουλειά τόσο κουραστική...




Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Α ρε μπούρδα Καραβάγγο...

Ο Καραβάγγος είναι η "υποφαινόμενη". Ο μπούρδας λοιπόν είδε το χάρο με τα μάτια του (όχι με δρεπάνι αλλά με αλυσοπρίονο βρουμ βρουμ), να τον καρφώνει με βλέμμα όλο νόημα! H συνάντηση της Μέρκελ (που κακό χρόνο να' χει η ρουφιάνα ) με τον Σαμαρά (ασχολίαστο μιας και έχει νωπή λαϊκή εντολή) και η διαδήλωση εναντίον αυτής της συνάντησης με ανάγκασαν να χάσω 2 κιλά από γοφούς και ψωμάκια και 5 χρόνια από τη ζωή μου! Άλλοι τα πίνανε (στου Μαξίμου) κι άλλοι τα φτύνανε (στο Σύνταγμα) δηλαδή...


Καταρχήν, ξεκαθαρίζω πως ότι περιγράψω είναι αποτελέσματα της τρομάρας μου (αρχικά), της φαντασίας μου (μετέπειτα) και της αγυμνασιάς μου (εις τους αιώνας των αιώνων) και ουδεμία σχέση έχουν με τη πραγματικότητα την οποία και θα περιγράψω (γιατί η αλήθεια πάνω απ' όλα) σε 1 φράση στο τέλος. Η αλήθεια δε χρειάζεται παραπάνω... Το ψέμα είναι αυτό που θέλει τέχνη.

Φτάνουμε λοιπόν στο Σύνταγμα εγώ κι ένας φίλος συνδιαδηλωτής. Ας τον πούμε Θανάση. Είχα πάρει κι ένα ρημαδοκαφέ σε ένα μπουκαλάκι νερού (από το σπίτι) και δώστου με το ένα χέρι γκλου-γκλου ο καφές, με το άλλο πάφα-πούφα τα τσιγάρα...

Η ώρα είχε πάει τέσσερις και εμένα με είχε συνεπάρει η λιγδομυρωδιά από ένα καρότσι που πουλούσε σάντουιτς με λουκάνικα, σουβλάκια και άλλα τέτοια σιχαμένα που όσοι με ξέρετε γνωρίζετε ότι τα απεχθάνομαι γιατί είμαι της υγιεινής... Κρατήστε το αυτό, έχει σημασία!
Ξάφνου, βλέπουμε όλο το μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ να φεύγει.
"Που πάτε ρε παιδιά? Φεύγετε?"
"Όχι, να εδώ παρακάτω πάμε"
 Το "εδώ παρακάτω"... για να μην τα πολυλογώ, ήταν στη Συγγρού. Οκ... μείναμε στην πλατεία 200? 300? πάνω από 400 πάντως δεν ήμασταν. Λέμε κι εμείς με το Θανάση να πάμε μια βόλτα μέχρι την πλατεία να δούμε τι παίζει και να την κάνουμε, αφού πρώτα σταματήσουμε να πάρουμε ένα γιγαντοσάντουιτς, έτσι για να κατευνάσουμε τις μύτες μας γιατί τα ρουθούνια μας είχαν γίνει σαν του γαϊδάρου! (εγώ νομίζω πως τα δικά μου είχαν βγάλει και δόντια).

Βλέπουμε λοιπόν στην πλατεία κάτι δύστυχους σαν εμάς, να περιφέρονται με απορία του στυλ "τελείωσε? να φύγουμε?". Εμείς είχαμε φτιάξει το πρόγραμμά μας όμως κι έτσι πήγαμε στην κυριούλα με το καρότσι που στεκόταν ακριβώς στη στάση του τραμ στην Αμαλίας. Ρωτάμε πόσο έχει το βρωμοσαντουιτσοτεράστιο και μας λέει 4 ευρώ! Κι εκεί που είμαι έτοιμη να πω "Ακίνητοι όλοι! Γίνεται ληστεία και δεν είμαι εγώ αυτή που την κάνω"...
...ακούω ένα ποδοβολητό πίσω μου και γυρνώντας τι να δω?! Κόσμος να τρέχει προς το μέρος μας και πίσω τους τα ματ να ρίχνουν χημικά! Όχι χημικά ρε παιδιά! Θα πικρίσει το λουκάνικο και δε θα τρώγεται μετά!

Τόσο καλό είναι αυτό το βρώμικο που τρέχουν να προλάβουν οι διαδηλωτές, και οι ματατζήδες ρίχνουν χημικά για να τους αποτρέψουν και να πάρουν μόνο αυτοί ή μήπως διέρρευσε ότι κάνω δίαιτα και όλοι αυτοί τρέχουν να με σταματήσουν από να υποπέσω σε λιπώδες παράπτωμα?
Όπως το φαντάστηκα. Τίποτα από τα δύο... Με παίρνει ο Θανάσης (παλιά καραβάνα) από το χέρι και μου λέει "Μην αγχώνεσαι! Απλά θα περπατήσουμε λίγο γρήγορα τώρα". Ναι ναι... να περπατήσω γρήγορα... Με ποια πόδια? Έτρεμαν τα γόνατά μου ήδη... Θυμήθηκα που έφαγα στο ξεκάρφωτο, τότε με τους αγανακτισμένους, ένα δακρυγόνο στη μάπα και είχε αρχίσει ήδη η παράλυση και μόνο στην ανάμνηση. "Είμαστε αρκετά μπροστά τους. Μην φοβάσαι. Τώρα θα δεις θα σταματήσουν" (Τανάσις του δε ρέσκιου). Αμ δε! Ακούγεται ένα βροντερό "μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι" από πίσω, και από δίπλα μου (με αντίδραση κλασμάτων δευτερολέπτου) ο Θανάσης "τρέχουμε τώρα σιγά-σιγά χωρίς πανικό...".

Και η δική μου η αντίδραση περιείχε κλάσματα, αλλά δεν ήταν αυτά των δευτερολέπτων...


(Παρένθεση: Εγώ δεν τρέχω! Δεν τρέχω για κανένα λόγο. Δεν ξέρω καν εάν θυμάται το σώμα μου πως να τρέχει. Όποτε έχει χρειαστεί να τρέξω... πολύ γέλιο! Εγώ νομίζω ότι τρέχω με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ότι θα μου μπουν μυγάκια στα μάτια ενώ στην πραγματικότητα έχω διανύσει μόνο 3 μέτρα!)

Πρόβλημα λοιπόν! Αρχίζω να τρέχω μέχρι να βρω Πλαν-Μπι! Κοιτάζω πίσω μου! Όλα τα έβλεπα μέσα από το πρίσμα του National geographic. Δηλαδή κάπως έτσι...

 Και από αεροφωτογραφία... (γιατί η φαντασία δε γνωρίζει σύνορα)

Οι πρώτες μου σκέψεις ενώ έτρεχα (ειλικρινά, όσο και να ντρέπομαι που το λέω, τα σκέφτηκα!) ήταν:
Θα πάω στην άκρη στο πεζοδρόμιο και θα πέσω κάτω κάνοντας την πεθαμένη. Όχι, όχι... θα με πατήσουν! Θα πάω να κρυφτώ πίσω από τη τεράστια σακούλα στο περίπτερο που είχαν βάλει για τα πλαστικά μπουκάλια. Όχι, όχι... θα πεθάνω από τα χημικά. Α, να η Αίγλη! Κόσμος πίνει καφέ. Θα πάω να κάτσω σε ένα τραπεζάκι και θα παραγγείλω ένα φρεντοτσίνο τάχα μου και δήθεν. Όταν περάσει το κακό, βρω την ανάσα μου και πιω το φρεντοτσίνο, τότε ξαναρχίζω το τρέξιμο γιατί δεν έχω λεφτά να το πληρώσω. Ναι αυτό θα κάνω!
Ο Θανάσης, το έβλεπε ότι δεν πάω καλά και το χάνω σιγά σιγά το χρώμα μου, μαζί και το μυαλό μου. Δεν πρέπει να ήταν και δύσκολο βέβαια, δεδομένου ότι πρέπει να έδειχνα κάπως έτσι:
Ο καημένος, όλο μου έλεγε πως όλα θα πάνε καλά και να μην αγχώνομαι και κατά διαστήματα με τράβαγε γιατί μάλλον έβλεπε ότι η ιλιγγιώδης ταχύτητά μου ήταν τέτοια που έτσι και κοιτούσα κάτω, θα έβλεπα ότι με προσπερνάνε ακόμα και σαλιγκάρια!

Φτάνοντας στη διχάλα για Βουλιαγμένης ή Συγγρού έπαθα πανικό καπάκι στον πανικό από το δίλημμα (δεν έφτανε που από το ξαφνικό τρέξιμο ο οργανισμός μου είχε κάψει τόση γλυκόζη που από τη μία θα ορκιζόμουν ότι άκουγα το μεταβολισμό της, και από την άλλη είχα ήδη παραίσθηση ότι όλα γύρω μου είναι ζαχαρωτά!).
Μ-Προς τα που πάμε?
Θ-Δεν έχω αποφασίσει ακόμα...
(3 δευτερόλεπτα παύσης)
Μ- (ουρλιάζοντας) Ναι αλλά δεν δε σε βλέπω να αποφασίζεις όμως!!!!
Αυτό το τελευταίο, θυμάμαι να το σκέφτομαι, αλλά δε θυμάμαι να το λέω. Αργότερα μου είπε ο Θανάσης ότι το είπα και μάλιστα δυνατά. Του έβαλα και χέρι δηλαδή! Μάλιστα. Πολύ σωστή συμπεριφορά! Να το θυμάμαι την επόμενη φορά που κάποιος θα προσπαθήσει να με βοηθήσει, να του τραβήξω και δυο χαστούκια έτσι για να ξυπνάνε τα αίματα!

Τέλος πάντων, στρίψαμε προς Βουλιαγμένης (σοφή κίνηση από Τανασις ρέσκουρερ και παλιοκαραβανά) και τους υπόλοιπους τους τρέξανε μέχρι Συγγρού. Εγώ όμως μέχρι τα φανάρια για Βουλιαγμένης δε μπορούσα να σταματήσω να περπατάω. Ο Θανάσης μου φώναζε να σταματήσω, μου έδειχνε ότι δεν μας ακολουθούσε κανείς, εγώ έδινα εντολή στα πόδια μου να σταματήσουν αλλά αυτά τίποτα... Πουτάνα αδρεναλίνη! Έπρεπε να μου βάλει τις φωνές για να ησυχάσω...

Αργότερα την ίδια μέρα, άκουσα τον Θανάση να περιγράφει τις δραματικές στιγμές που νόμιζα ότι ζήσαμε, με τη φράση... "Τίποτα μωρέ... είχαμε μείνει καμιά 300αριά, αποφασίσανε οι μπάτσοι να λήξει η διαδήλωση και μας τρέξανε λίγο".

Αυτό! Έτσι ξερά! Ούτε βουβάλια, ούτε national geographic, ούτε καν το γιναντοπανάκριβο σάντουιτς που δε φάγαμε ποτέ!

Μα ειναι δυνατόν?! Ούτε καν αυτό?!

Ας είναι... είμαι κι εγώ λίγο υπερβολική, το παραδέχομαι και τέλος καλό όλα καλά (εκτός από αυτούς που φάγανε πάλι τα χημικά). Περιμένω την επόμενη φορά που παρόλο που θα τρέμει το φιλοκάρδι μου, θα πάω. Πάρτε το χαμπάρι! Ο μπούρδας ο Καραβάγγος θα πέσει ηρωικά μαχόμενος!!! Ψέματααα... μάλλον την πεθαμένη θα καταλήξω να κάνω σε καμιά γωνιά...


Special Thanks to Tanasis  ; )

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Οι εκλογές (αφιερωμένο στο στιχουργό)

 Στίχοι: Γρηγόρης Ψαριανός
Μουσική: Τζίμης Πανούσης
Πρώτη εκτέλεση: Τζίμης Πανούσης

Εκλογές, κόμματα με φρου φρου κι αρώματα.
Διαδηλώσεις, κόμματα μ' ανοιγμένα στόματα.

Ψηφοδέλτια σταύρωνα κι ολη νύχτα καύλωνα.
Στης βουλής τα έδρανα αχ κι εγώ να έκλανα.

Δεν μπορώ άλλο Θανάση
στα εικοσιπέντε έχω γεράσει.
Δεν μπορώ άλλο Θανάση
κάνε στάση.

Υπουργεία, τέρατα, γαμημένα κέρατα.
Φέξε μου και γλίστρισα  ως της γης τα πέρατα.

Στα σχολεία γάματα, γράμματα σπουδάματα.
Του Θεού τα πράματα, φτύστα τους κατάμουτρα.

Δεν μπορώ άλλο Θανάση
στα εικοσιπάντε έχω γεράσει.
Δεν μπορώ άλλο Θανάση
κάνε στάση.

Πληρωμές, χαρτόσημα, φόροι, γραμματόσημα.
Στο γαμήσι πρόστιμα, μαγκιά, κλανιά κι απόστημα.

Μπάτσοι, αυρες, ράμματα, 'ξηγημένα πράγματα.
Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.

Δεν μπορώ άλλο Θανάση
στα εικοσιπάντε έχω γεράσει.
Δεν μπορώ άλλο Θανάση
κάνε στάση.

Αυτό κι αν είναι πραγμάτωση στόχων κύριε Ψαριανέ τώρα που βρεθήκατε κι εσείς στης βουλής τα έδρανα...

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Το νησί των συναισθημάτων (Μάνος Χατζηδάκις)

Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε το Νησί των Συναισθημάτων, ένα συγκινητικό  και τρυφερό κείμενο για την αγάπη και την αξία της στο χρόνο. Ένα υπέροχο παραμύθι για μικρούς και μεγάλους από τον αξεπέραστο Μάνο Χατζιδάκι.



Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα.

Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.

Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.
Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,
«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα»

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.
«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.
«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου».
«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!».
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.

Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.
Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση:
«Γνώση, ποιος με βοήθησε»;
«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.
«Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;»
 Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε:

«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Η μαμά, ο κρατούμενος, ένας Χρυσός Οδηγός, η θεία και ο άγιος...


Καταρχήν να ξεκινήσω λέγοντας πως από ορθόδοξης θρησκευτικής άποψης, δεν είμαι και καμιά τυχαία. Ταμένη, ονοματισμένη και βαφτισμένη στην Παναγία της Τήνου παρακαλώ σε μια μεγαλοπρεπή τελετή, κατά την οποία με ξεγύμνωσαν με τη βία μπροστά σε πολύ κόσμο (πέρασαν πολλά χρόνια για να το κάνω με τη θέλησή μου παρουσία καταρχήν δεύτερων και μετά τρίτων, τέταρτων και πάει λέγοντας), με έδωσαν σε ένα γέρο με μούσια που προσπαθούσε να με πνίξει ενώ οι υπόλοιποι κοιτούσαν και γελούσαν (και ορκίζομαι ότι θα τα κατάφερνε εάν δεν επενέβαινε μια επίσης ξένη, απλά λιγότερο από τον γηραιό κύριο, που τη φωναζαν νονά). Τέλος πάντων, ξέφυγα από το θέμα.  Ξανά από την αρχή...

Καταρχήν να ξεκινήσω λέγοντας πως από ορθόδοξης θρησκευτικής άποψης, δεν είμαι και καμιά τυχαία. Ταμένη, ονοματισμένη και βαφτισμένη στην Παναγία της Τήνου παρακαλώ. Και το όνομα αυτής, τι άλλο? ...Μαρία! 

Για να μην μακρηγορώ, μεγάλωσα και έγινα "έτσι". Εγώ το λέω άθεη, η μαμά και ο μπαμπάς το λένε "καλά η Μαρία..." συνοδευμένο από την αντίστοιχη γκριμάτσα τύπου: "η δυσκοιλιότητα είναι μάστιγα" και κούνημα του χεριού τύπου: "άσε μας καημένε". Εάν δεν το έχετε δει καταρχήν σας ζηλεύω πολύ, και έπειτα δεν ξέρω πως αλλιώς να το περιγράψω. Είναι από αυτά που πρέπει να έχεις ζήσει για να αναγνωρίσεις.

Για να μην μακρηγορώ, είχαμε ένα θεματάκι με τον μπαμπά και το αυτόφωρο. Τίποτα σοβαρό, μην ανησυχείτε. Έγινε παρεξήγηση, δε δόθηκε εξήγηση και μόλις δόθηκε, ο μπαμπάς ήταν πάλι πίσω στην κυκλοφορία. Την επόμενη μέρα, βεβαίως-βεβαίως. Που αυτό σημαίνει ότι ένας άντρας 65άρης, λίγο μαυριδερός, λίγο γιγάντιος και λίγο που κάθε τρεις και κάτι (λόγω κρεατακίων και διαφράγματος) ξεροβήχει λες και χλιμιντράει άλογο, ήταν στο κρατητήριο. Δηλαδή, με την πρώτη ματιά, ένας άνθρωπος που σου εμπνέει συμπάθεια και καλοσύνη!

Για να μην μακρηγορώ, η μαμά σπίτι έπλεε σε πελάγη παραλογισμού με φουσκωτή πολυθρόνα, φλούο μπικίνι και πίνα-κολάδα στο χέρι. Τέλος πάντων, όταν τελείωσα με την κοροϊδία της μαμάς, του μπαμπά, της κατάστασης, του σογιού ολάκερου και δεν είχα τι άλλο να κοροϊδέψω (δεν είχα και πολύ όρεξη), αποφασίζω να βοηθήσω κι εγώ όπως μπορώ και υπόσχομαι γυρίζοντας από τη δουλειά το πρωί να πάμε μαζί στον εισαγγελέα. Όπως και έκανα!

Για να μην μακρηγορώ, το επόμενο πρωί πάω στο σπίτι των γονιών. Κι εκεί ζω το επίσης παράλογο της προσπάθειας συνεννόησης ενός ανθρώπου που δεν είναι δυνατόν να καταλάβεις τι θέλει να πει και ενός άλλου που παθαίνει μικρά ανεπαίσθητα εγκεφαλικά, χάνεται από την πραγματικότητα και παραληρεί. Κοινώς μεταξύ ενός ασυνεννόητου και μιας drama queen! (Τους οποίους αγαπώ απεριόριστα και τους χρωστάω πάρα πολλά, αλλά ένεκα το χιούμορ κύριε πρόεδρε...!).

Για να μην μακρηγορώ... δε χρειάστηκε να πάμε πουθενά και το θέμα λύθηκε. Ευθείς αμέσως αρχίσανε τα τηλέφωνα με το μήνυμα-προάγγελο χαράς. Ήρθαν γειτόνισσες, ήρθαν φίλες, ήρθαν κουμπάρες, ήρθαν βαφτιστήρια, κάναμε το "σοσιαλάιζιν" μας και το "του νόου ασμπέτε" μας. Εκεί που παρατηρώ λοιπόν, με προσήλωση, το θεατρικό έργο "real life"-το μακροβιότερο θεατρικό έβερ, και σκέφτομαι ότι δε μπορεί να γίνει χειρότερο... το "real life" έρχεται και κάνει την ανατροπή αφήνοντάς με μέ το στόμα ανοιχτό. Μπαίνει μια κυρία, σε πλήρη κατάνυξη (που ούτε την ανάσταση λέμε...) με ένα λιβανιστήρι? Θυμιατό? και μας λιβανίζει/θυμιάζει (παίζει να είναι και το ίδιο πράγμα, αλλά βαριέμαι να το ψάξω) λέγοντας μια ευχαριστήρια δοξασία στο θεό.  Λοκάρει, εστιάζει και ορμάει κατά πάνω μου. Της είπα ανέκφραστη ότι εγώ καπνίζω ήδη, και ενώ με παρατηρούσε για να καταλάβει τι εννοώ (και τι ενδέχεται να σημαίνει αυτό που εννοώ) ακούστηκε από λίγο πιο δίπλα το γνωστό "καλά η Μαρία..." και μου τη χάλασε τη δουλειά. Επίσης μην παρασυρθείτε από τα γεγονότα, πολύ καλή η κυρία παρόλο που συμμάχησε με τη μαμά και σε ίδιο ύφος συμπλήρωσε: "ααα... καλά...".

Για να μην μακρηγορώ, αφού αγιαστήκαμε, λιβανιστήκαμε και μοσχοβολήσαμε, πηγαίναμε μέχρι το κρατητήριο να παραλάβουμε την επιστροφή της ταινίας "Αυτή είναι η αληθινή τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ". Άμα τη εμφανίσει του είπα πόσο περήφανη είμαι που τον έχω πατέρα και ότι κάθε άντρας που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να έχει κάνει φυλακή (έστω και κρατητήριο). Τον έψαξα για tattoo, piercing, ναρκωτικά, τσιγάρα, σουγιάδες, ξυραφάκια, πορνοπεριοδικά (εκτός από τα tattoo, όλα τα άλλα κατάσχονται άμεσα). Βγήκε καθαρός και τον έμπασα στο αυτοκίνητο για να με πρίξει σε όλη τη διαδρομή "πιο δεξιά", "πιο γρήγορα", "πρόσεχε εδώ", "πιο σιγά" και άλλα συναφή που δείχνουν πως στα μάτια των γονιών δε μεγαλώνουμε ποτέ (α στα διάλα....με συγκίνησα!).

Για να μην μακρηγορώ, αφήνουμε τον μπαμπά στη δουλειά και συνεχίζουμε με τη μαμά για το σπίτι, ικανοποιημένες με την έκβαση της ιστορίας. Σπάει τη σιωπή η μαμά... "Ιιιιιιιι...τη θεία σου δεν πήρα!". Βγάζει το κινητό, πληκτρολογεί και αρχίζει...
- Έλα!
...
- Δε θα το πιστέψεις τι είχε συμβεί! Τελικά όλα καλά... (μπλα μπλα μπλα εξηγώντας την παρεξήγηση)
 ...
- Ήθελε τελικά πίτες ο άγιος. Είχα καιρό να φτιάξω και με λαχτάρισε για να μου το θυμίσει...
 ...
- Μωρή, κανόνισε να τις φτιάξουμε όλες ταυτόχρονα και να τις μπλαστρωθούμε μετά! 
...
μπλα μπλα μπλα μπλα...κλικ. 

Κλείνει το τηλέφωνο και συνεχίζει σε μένα πια: "Θα φτιάξω Φανουρόπιτα". Κάνω το λάθος και διατυπώνω το εξής ρητορικό ερώτημα: " Γιατί, τι φανέρωσε ο άγιος συγκεκριμένα για σένα σε αυτή τη δύσκολη στιγμή? Το συγκεκριμένο νόμο (δεν ήταν και κρυμμένος όσο να πεις), το συγκεκριμένο δικηγόρο (που έχεις εδώ και 10 χρόνια) ή (μιας και πρόκειται για παραγραφή) το γεγονός ότι ο χρόνος περνάει?".

- Άσε μας ρε Μαρία. Όρεξη έχεις μου φαίνεται. Όλα μου τα βρήκε ο άγιος! Όπως λέει και η θεία σου είναι σαν το Χρυσό Οδηγό. Βρίσκεις τα πάντα! Σε κάλυψα...?
 
 ...πλήρως και για πολύ καιρό! 

Μας περιμένουν άδειες μέρες, ραγισμένοι ουρανοί...

Τα λόγια μου είναι μια γλυκιά προσευχή,
κουρνιάζουν έξω από το κλεισμένο σου παράθυρο. 
Kι αν τ' άφηνες θ' ανοίγαν μια ρωγμή
απ' το μικρό κελί σου ως το άπειρο.
Μα εσύ σωπαίνεις και θρηνείς σαν τον κατάδικο
πάνω απ' τη στάχτη που σκεπάζει τον παράδεισο,
πάνω απ' τη στάχτη...

Βάλε φωτιά σ' ότι σε καίει σ' ότι σου τρώει την ψυχή
έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι ανοιχτοί!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...